Καρακόρουμ

Καρακόρουμ
(Karakorum). Ορεινό συγκρότημα της νοτιοκεντρικής Ασίας στο βόρειο Κασμίρ. Εκτείνεται μεταξύ των ορέων Κουνλούν, της αλυσίδας των Ιμαλαΐων στα ΝΑ, του ποταμού Ινδού στα Ν και του Χιντοκούς στα Δ. Αποτελείται από εκρηξιγενή (γρανίτες και συηνίτες), ιζηματογενή (ασβεστόλιθοι) και μεταμορφωσιγενή (γνεύσιους) πετρώματα και εκτείνεται σε μήκος περίπου 500 χλμ. με διεύθυνση ΒΔ-ΝΑ. Με κατεύθυνση από τα Β προς τα Ν αποτελείται από τις εξής τέσσερις ορεινές αλυσίδες: του Μεγάλου Κ. ή Μουζτάγκ, του Αγκίλ Κ., του Καϊλάς Κ. και του Λαντάχ. Πολλές κορυφές τους υπερβαίνουν τα 2.000 μ.: κυριότερες είναι η K2 ή Γκόντγουιν Όστιν ή Τσοζόρι (8.611 μ.), η ψηλότερη του κόσμου μετά το Έβερεστ, η Μπρόουντ Πικ (8.270 μ.) και η Γκάσερμπρουμ ή Χίντεν Πικ (8.035 μ.). Πολύ εκτεταμένοι είναι, εξάλλου, οι παγετώνες ιμαλαϊανού τύπου: από τους επιβλητικότερους είναι του Μπαλτόρο (86 τ. χλμ.), του Σιατσέν (72 τ. χλμ.), του Μπιάφο και του Ριμού. Εξαιτίας των χαμηλών θερμοκρασιών, η περιοχή είναι εξαιρετικά αραιοκατοικημένη. Οι ψηλότερες περιοχές είναι ερημικού τύπου και αποτελούν εποχική κατοικία μόνο νομαδικών πληθυσμών. Στις εγκάρσιες κοιλάδες, έως το ύψος των 3.000 μ., υπάρχουν μερικά χωριά, των οποίων οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια δημητριακών και οπωροφόρων δέντρων. Η περιοχή του Κ. υπήρξε αντικείμενο πολλαπλών εξερευνήσεων. Στα τέλη του 19ου αι. μια αποστολή με αρχηγό τον Άγγλο αξιωματικό Γκόντγουιν Όστιν αποτύπωσε τοπογραφικά τη ζώνη, οι παγετώνες της οποίας εξερευνήθηκαν από ιταλικές αποστολές στις αρχές του 20ού αι. Οι πρώτες απόπειρες κατάκτησης της κορυφής K2 πραγματοποιήθηκαν από μια αποστολή Άγγλων, Ελβετών και Αυστριακών ορειβατών (1902). Το 1909 μια ιταλική αποστολή με αρχηγό τον δούκα των Αβρουζίων ανέβηκε στα νοτιοανατολικά αντερείσματα. Τρεις αμερικανικές αποστολές προσπάθησαν να την κατακτήσουν το 1938, το 1939 και το 1953. Τελικά στην κορυφή Κ2 έφτασε το 1954 μια ιταλική ομάδα, η οποία απαρτιζόταν από τους Αρντίτο Ντέζιο (αρχηγό), Ακίλε Κομπανιόνι και Λίνο Λατσενέλι. Η κορυφή Κ2 (8.611 μ.) της ασιατικής οροσειράς Καρακόρουμ είναι η ψηλότερη στον κόσμο μετά το Έβερεστ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ινδός — I (Indus). Ποταμός (3.060 χλμ.) της νότιας Ασίας, ένας από τους σημαντικότερους της περιοχής αυτής. Πηγάζει από τα όρη Κάιλας των θιβετιανών Ιμαλαΐων, κοντά στο Σένγκε. Αρχικά κατέρχεται προς τα ΒΔ, διασχίζοντας το ινδικό κρατίδιο Τζάμου Κασμίρ,… …   Dictionary of Greek

  • Κασμίρ — (Kashmir). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (222.236 τ. χλμ., 12.649.917 κάτ.) της νοτιοκεντρικής Ασίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της ινδικής ενδοχώρας. Συνορεύει στα ΒΑ με το Αφγανιστάν και με την Κίνα, στα Ν με τα ινδικά κρατίδια Χιματσάλ… …   Dictionary of Greek

  • Ντέζιο, Αρντίτο — (Ardito Desio, Παλμανόβα 1897 –). Ιταλός γεωλόγος και γεωγράφος. Από το 1931 δίδασκε εφαρμοσμένη γεωλογία στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου. Πραγματοποίησε από το 1921 πολυάριθμες αποστολές ερευνητικού και μελετητικού χαρακτήρα στην Αφρική και στην… …   Dictionary of Greek

  • Ογκντάι — (1185; – Καρακόρουμ 1241). Μεγάλος Χάνος των Μογγόλων. Γιος του Τζεγγίς Χαν που τον υπέδειξε ως διάδοχο του, δέχτηκε επίσημα το αξίωμα αυτό από τη συνέλευση μόνο τρία χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του. Αν και δεν υπήρξε εξαιρετικά σπουδαίος… …   Dictionary of Greek

  • Αβρουζίων, Δούκας των- — (Duca degli Abruzzi, Μαδρίτη 1873 – Σομαλία 1933). Ιταλός ναύαρχος και εξερευνητής. Μια από τις σημαντικότερες εξερευνητικές αποστολές του ήτανστον Αρκτικό ωκεανό το 1900, οπότε μια περίπολος, με επικεφαλής τον ίδιο, έφτασε σε βόρειο πλάτος 86°… …   Dictionary of Greek

  • Αλαεντίν Καϊκομπάντ — Όνομα Σελτζουκιδών σουλτάνων του Ικονίου. 1. Α.Κ. Α’ (; – 1236). Γιος του Χοσρόη, διαδέχτηκε τον αδελφό του Κάι Κασίς Α’ στον θρόνο (1219). Οχύρωσε το Ικόνιο και τη Σεβάστεια και επεξέτεινε τα όρια του κράτους του σε βάρος των μωαμεθανών ηγεμόνων …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Δαβίδ — I (τέλη 5ου – αρχές 6ου αι. μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος από το Νέρκεν της Αρμενίας. Ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ο Αρμένιος πατριάρχης Ισαάκ Α’. Πραγματοποίησε τις σπουδές του στην Αθήνα, στην Έδεσσα, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αλεξάνδρεια.… …   Dictionary of Greek

  • Θιβέτ — (θιβετιανά Μποντιούλ, κινεζικά Τσαγκ ΤαγκΞιζάγκ). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (1.220.000 τ. χλμ., 2.620.000 κάτ. το 2000), η οποία από το 1951 αποτελεί αυτόνομη περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Πρωτεύουσα είναι η Λάσα. Η περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Κουνλούν — (Kunlun). Οροσειρά (υψηλότερη κορυφή: Αρκά Ταγκ, 7.724 μ.) της κεντρικής Ασίας. Βρίσκεται στη δυτική Κίνα, μεταξύ του οροπεδίου του Θιβέτ στα Ν και του βαθυπέδου του ανατολικού Τουρκεστάν στα Β και εκτείνεται σε μήκος περίπου 2.500 χλμ. με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”